Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Μέρος β΄

2019-03-09

Παραθέτουμε αποσπάσματα που μας έκαναν εντύπωση  για τη διαχρονικότητα, την ανατρεπτικότητα, την τόλμη τους, για την αλήθεια τους.

 Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισµόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίµιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισµένα µε πατριωτικά αιστήµατα• το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. Και δια τούτο ως πατρίδα γενική του κάθε-ενού και έργο των αγώνων του µικρότερου και αδύνατου πολίτη, έχει κι' αυτός τα συµφέροντά του εις αυτείνη την πατρίδα, εις αυτείνη την θρησκεία. ∆εν πρέπει ο άνθρωπος να βαρύνεται και να αµελή αυτά• και ο προκοµµένος πρέπει να φωνάζη ως προκοµµένος την αλήθεια, το-ίδιον και ο απλός. 'Οτι κρικέλλα δεν έχει η γης να την πάρη κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός, ούτε ο αδύνατος• και όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράµα και µόνος-του δεν µπορεί να πάρη το βάρος και παίρνει και τους άλλους και βοηθούν, τότε να µην φαντάζεται να λέγη ο αίτιος εγώ• να λέγη εµείς. 'Οτι βάναµε όλοι τις πλάτες, όχι ένας. 

 "Οι άρχοντές µας, οι αρχηγοί µας έγιναν ""Εκλαµπρότατοι"", έγιναν ""Γενναιότατοι"" " και οι ντόπιοι και οι φερτικοί,  όµως τίποτας δεν τους αναπεύει. 'Ηµασταν φτωχοί, εγίναµεν πλούσιοι. 'Ηταν ο Κιαµίλµπεγης εδώ εις την Πελοπόννησο και οι άλλοι οι Τούρκοι πλουσιώτατοι, έγινε ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι οι συγγενείς και φίλοι πλούσιοι από γες, αργαστήρια, µύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των Τούρκων. 'Οταν ο Κολοκοτρώνης και οι συντρόφοι του ήρθαν από την Ζάκυθο, δεν είχαν ούτε πιθαµή γης• τώρα φαίνεται τι έχουν. Το ίδιον και εις την Ρούµελη• Γκούρας και Μαµούρης, Κριτζώτης, Γριβαίγοι, Στάικος και οι άλλοι, Τζαβελαίγοι και άλλοι πολλοί. Και τι ζητούνε από το "έθνος; Μιλλιούνια ακόµα δια τις µεγάλες δούλεψες. Και σε αυτά ποτές δεν αναπεύονται•" όλο νόµους και φατρίες δια το καλό της πατρίδος, όλο αυτό πασκίζουν. "'Οσα έπαθε η πατρίς δια τους ""νόµους"" και το καλό αυτεινών και όσα" παληκάρια σκοτώθηκαν, δεν τα 'παθε η πατρίς εις τον αγώνα των Τούρκων. Κατοικίσαµεν τους κατοίκους µέσα τα σπήλαια και ζούνε µε τα θερία και ρηµώσαµε τους τόπους και εγίναµε η παραλυσία του κόσµου.

Και τους πήραν οµπρός οι 'Ελληνες µε τα µαχαίρια και τους πήγαν κυνηγώντας ως το Κοµπότι σκοτώνοντας και παίρνοντας λάφυρα. ∆εν κατηγοριώνται ούτε οι 'Ελληνες εις την αντρεία, ούτε οι Τούρκοι• σαν λιοντάρια πολέµησαν και τα δυο µέρη. 'Οµως η αδικία, όσο να κάµη η αντρεία, νικιέται, ότι βήκαν από του Θεού τον δρόµον οι Τούρκοι. 'Ολοι οι αρχηγοί, οπού 'ταν εκείνη την ηµέρα εκεί, και οι στρατιώτες κάµαν τα χρέη τους. Λαµπρύνεται και δοξάζεται ο µακαρίτης Γώγος. Χάριτες του χρωστάγει η πατρίς• ως λιοντάρι πολεµούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε. Και ανάστησε την πατρίδα εκείνη την ηµέρα. Αν διάβαιναν αυτείνη η Τουρκιά τότε, καθώς ετοίµαζε κι' άλλες µεγάλες δύναµες ο Χουρσίτ-πασσάς, θα λευτέρωναν όλους τους πολιορκουµένους παντού, οπού τους πολιορκούσαν οι 'Ελληνες

 ∆εν ήταν από κακίαν των Ελλήνων, όµως πρώτη φορά έµπαιναν σε τέτοιον αγώνα• δεν ήξεραν οι άνθρωποι καλά την πολεµική. Και γίνηκαν και πολλά λάθη. 

 Η θέση του Πέτα είναι πολλά εκτεταµένη και αδύνατη σε πολλές µεριές. Ξηµέρωσαν νύχτα οι Τούρκοι• ήφεραν και κανόνια. Τότε οι 'Ελληνες φοβώνταν τα κανόνια πολύ, ότι ήταν ατζαµήδες από αυτά. 

Πατρίς, να µακαρίζης γενικώς όλους τους 'Ελληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ' αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη µίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαµένη και σβυσµένη από τον κατάλογον των εθνών. 'Ολους αυτούς να τους µακαρίζης. 'Οµως να θυµάσαι και να λαµπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαµάνα, πολεµώντας µε τόση δύναµη Τούρκων, κ' εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε µίαν µαντρούλα µε πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κ' εκείνους οπού λυώσανε τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά, κ' εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου, οπού πολεµήθηκαν συνχρόνως σε αυτές τις δυο θέσες, οπού 'ναι τα κλειδιά σου, ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου και τ' άλλο των Θερµοπύλων. 

Αυτούς τους αγωνιστάς "κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν• ""Ποιος σας είπε, τους " "λένε, να σηκώσετε άρµατα να δυστυχήσετε;"" 'Εχουν δίκαιον• ότι ο Ζαϊµης " χρώσταγε των Τούρκων ένα-µιλιούνι γρόσια, και οι Ντεληγιανναίγοι και οι Λονταίγοι και οι άλλοι• κι' ο Μεταξάς, κόντες της πιάτζας, χωρίς παρά• κι' ο Κωλέτης ένας γιατρός• ο Μαυροκορδάτος τζιράκι της Κωσταντινοπόλεως. Τους φκειάσαν αυτείνοι οι διακονιαραίγοι, οι αγωνισταί, Εκλαµπρότατους, τους λευτέρωσαν από τους Τούρκους κι' από τα χρέη, οπού χρώσταγαν των Τούρκων, κ' έγιναν τώρα µεγάλοι και τρανοί.

 Σε συβουλεύω, αδελφέ Γκούρα, να πας ν' ανταµωθής µε τον ∆υσσέο και ν' αδελφωθής και να πάµε εις τα πόστα µας, ότι θα µπούνε οι Τούρκοι αντουφέκηγοι και θα δώσουµε λόγον δι' αυτό εις τον Θεόν και 'σ τους ανθρώπους. Κι' όταν υπάρξη η πατρίς, δεν σου χρειάζονται αρµατωλίκια• παίρνεις τις τιµές της πατρίδος, βαθµούς και δόξες, καθώς γίνεται και 'σ τ' άλλα τα έθνη, οπού τιµούν και δοξάζουν τους άξιους και τίµιους αξιωµατικούς τους. Κι' αυτά τα καπεντανλίκια ήταν κλέφτικα πράµατα, όταν ήταν οι Τούρκοι 'σ την πατρίδα µας αφεντάδες. Εµείς όµως παιδευόµαστε δια λευτεριά και δι' αυτό µας κερνούν ολόρθοι οι κάτοικοι κ' έχουν τις ελπίδες τους 'σ εµάς• και µας πλερώνουν και µας ταγίζουνε• και τους βάνοµε οµπρός εις τον πόλεµον και σκοτώνονται αυτείνοι "και δοξαζόµαστε εµείς"". " Τότε, είναι η αλήθεια του Θεού, 

 Ετυχε τότε και ήρθαν δυο χριστιανοί από το Μισίρι και είχαν χρήµατα κι' άρµατα καλά• ήρθαν κι' αυτείνοι να δουλέψουν την πατρίδα, να χαρούνε την προκοµµένη µας λευτερίαν. ∆ια-να τους πάρουν τ' άρµατα και χρήµατά τους οι αρχηγοί µας τους λένε ότ' είναι τζασίτες και τους βάνουν 'σ τους παιδεµούς• ούτε ο Χριστός δεν δοκίµασε όσα δοκίµασαν αυτείνοι οι δυο. Και σας λέγω τους παιδεµούς να φωτιστήτε κ' εσείς οι µεταγενέστεροι αυτείνη την αρετή•

Είναι πολύ δύσκολο να διαλέξει κανείς και να παρουσιάσει αντιπροσωπευτικά τμήματα του βιβλίου.  Θα σταματήσουμε με τον επίλογο του ίδιου του Μακρυγιάννη

Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασµένοι για την Ελλάδα -ένα πράµα µόνον µε παρακίνησε κ' εµένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχοµεν όλοι µαζί, και σοφοί και αµαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον µικρότεροι άνθρωποι• όσοι αγωνιστήκαµεν, αναλόγως ο καθείς, έχοµεν να ζήσωµεν εδώ. Το-λοιπόν δουλέψαµεν όλοι µαζί, "να την φυλάµεν κι' όλοι µαζί και να µην λέγη ούτε ο δυνατός ""εγώ"", ούτε " "ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς ""εγώ""; 'Οταν αγωνιστή µόνος-του " και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ• όταν όµως αγωνίζονται πολλοί και "φκειάνουν, τότε να λένε ""εµείς"". Είµαστε εις το ""εµείς"" κι' όχι εις το " εγώ. Και εις-το-εξής να µάθωµεν γνώση, αν θέλωµεν να φκειάσωµεν χωριόν, να ζήσωµεν όλοι µαζί. 'Εγραψα γυµνή την αλήθεια, να ειδούνε όλοι οι 'Ελληνες ν' αγωνίζωνται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να "ιδούνε και τα παιδιά µου και να λένε• ""'Εχοµεν αγώνες πατρικούς, έχοµεν " "θυσίες"", αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να µπαίνουν σε φιλοτιµίαν και να" εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. 'Οτι θα είναι καλά δικά-τους. 'Οχι όµως να φαντάζωνται για τα κατορθώµατα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόµον και να 'χουν την επιρροή για ικανότη

Επειδήτις ολοένα λέγω κατάχρησες, µη στοχάζεστε ότι έχω πάθος εις τους ανθρώπους. Ψάξετε τις 'φηµερ δες, τηράτε και τα πραχτικά των Βουλών, µ'-όλον-οπού 'ναι τέτοιες Βουλές οπού 'περασπίζονται την κλεψιά και 'διοτέλεια και πολεµούνε την δικαιοσύνη• και µ'-όλον-αυτό θα ιδήτε αν αληθινά είναι αυτά οπού σηµειώνω. Είπα σε πολλά µέρη, λέγω και τώρα• εγώ τα 'γραψα αυτά όλα κι' όπο ος απ' όσους µιλώ προσωπ κώς στοχάζεται ότι τον αδικώ και είναι κακία µου κι' όχι αλήθεια, έχει το ελεύτερον να γράψη κι' αναντίον µου ό τι λάθη έκαµα εις τον αγώνα της πατρίδος• όχι όµως παθητικώς, αλλά συντροφεµένος µε την αλήθεια, µε την παρατήρησιν. 'Οµως δεν έχει κανένας το δικαίωµα να γράψη ούτε υπέρ µου, ούτε κατά αν δεν διαβάση πρώτα όλο τούτο αρχή και τέλος κι' όλα µου τ' αποδειχτικά και τα χαρτιά µου- και τότε ας γράψη ό τι ο Θεός τον φωτίση. Κι' όταν τα διαβάση, τότε ας κάµη την παρατήρησή του, όχι πρωτύτερα. Κ' εγώ έκαµα λάθη και κάνω• άνθρωπος είµαι. Και πρέπει να γράφωνται κα τα καλά µας και τα κακά µας