Όταν χάθηκαν τα παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό σ' έναν τόπο μακρινό, υπήρχε μια πολιτεία, η Νεραϊδοπολιτεία. Έλαμπε ο ήλιος κι έκανε τη Νεραϊδοπολιτεία να λαμποκοπά. Χαίρονταν οι νέραϊδοι και οι νεράιδες. Η χαρά τους έδιωχνε τα σύννεφα κι έκανε τον ήλιο να λάμπει περισσότερο. Ζήλευε τότε η βροχή κι έτρεχε κι αυτή να μπει στο χορό σιγανή, δροσερή. Βιαστικά πρόφταινε και το αεράκι με τα δώρα του, μυρωδιές πεύκου κι έλατου, γιασεμιού και λεμονοπορτόκαλου.
Όνειρο η φύση γύρω. Η μάνα γη απλόχερα βλάσταινε, άνθιζε, κάρπιζε κάθε σποράκι που ακουμπούσε στην αγκαλιά της. Δέντρα λυγερόκορμα, σαν εικοσάχρονα παλικάρια που χόρευαν τον πυρρίχιο, άπλωναν τα κλαδιά τους άλλοτε ψηλά, λες και ήθελαν να φτάσουν τον ήλιο κι άλλοτε πάλι τριγύρω για να αγκαλιάσουν τα αδέλφια τους. Στον κορμό τους ζωάκια έβρισκαν προστασία και στα κλαδιά τους πουλιά ξαπόσταιναν τιτιβίζοντας. Πιο κάτω η θάλασσα, σαν μικρό κοριτσάκι, ήρεμη, έλουζε στα νερά της τις αχτίδες του ήλιου και γέμιζε χρυσάφια. Άλλοτε πάλι σαν γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά, μόνη αυτή, πάλευε με τον τρελό βοριά.
Ήταν μια μέρα καλοκαιριού που όλα άλλαξαν. Το παιχνιδιάρικο αεράκι αυτή τη φορά έφερε μαζί του μια άσχημη μυρωδιά. Στο βάθος του ορίζοντα ο ουρανός είχε γίνει κόκκινος. Οι νεραϊδοπολίτες σήκωσαν το κεφάλι ψηλά, οσμίστηκαν τον αέρα. Δεν τους άρεσε καθόλου αυτό που ένιωσαν.
Οι νεράιδες κεντούσαν τον ουρανό με τ' άστρα στο φόρεμα της Σταχτοπούτας. Άφησαν το κέντημα, πέρασαν γρήγορα- γρήγορα τα χέρια τους πάνω στα χρυσά τους μαλλιά κι έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Οι άντρες τους μόλις είχαν τελειώσει τη χρυσή άμαξα της Σταχτοπούτας. Έπλυναν βιαστικά τα χέρια τους κι έτρεξαν κι αυτοί. Από μακριά ακούστηκαν φωνές παιδιών που πλησίαζαν. Ήταν τα μικρά νεραϊδόπουλα. Στην πλατεία της πολιτείας συναντήθηκαν. Κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει. Είχαν καταλάβει. Άρχισαν πρώτα τα μικρά νεραϊδόπουλα. Μιλούσαν όλα μαζί. Κάτι φοβερό προσπαθούσαν να πουν.
-Καίγεται το δάσος. Κι η γιαγιά; Ο λύκος; Ο κυνηγός; Τι να έγιναν; έλεγε ένα κοριτσάκι με κόκκινο σκουφάκι.
-Καίγεται το δάσος. Και οι νάνοι; Τι να έγιναν οι νάνοι που πρωί πρωί ξεκίνησαν για το δάσος; έλεγε ένα άλλο με άσπρο δέρμα σαν το χιόνι.
-Καίγεται το δάσος. Κι η βασιλοπούλα που κοιμάται εδώ κι εκατό χρόνια και περιμένει να της λύσω τα μάγια για να ξυπνήσει; Τι να έγινε; Έλεγε ένα αγόρι, ένας μικρός πρίγκιπας.
-Καίγεται το δάσος. Και η αδελφούλα μου, η μικρή Γκρέτελ, τι να έγινε; έλεγε ένα άλλο με έξυπνο μουτράκι.
Στο μεταξύ , μακριά, στη Μεγάλη Πολιτεία έφτασε η νύχτα, όμως τα φώτα των σπιτιών δεν έσβησαν ακόμα. Τα παιδιά δεν μπορούν να κοιμηθούν. Περιμένουν να ακούσουν το αγαπημένο τους παραμύθι. Απόψε όμως, αυτό είναι αδύνατον. Αρχίζουν όλα μα σταματούν γρήγορα. Πήρε η Κοκκινοσκουφίτσα το καλαθάκι με την πίτα για τη γιαγιά και ξεκίνησε. Αλλά το δάσος δεν το βρήκε πουθενά. Δεν βρήκε το δάσος ούτε ο Κοντορεβιθούλης ούτε η Χιονάτη. Κάηκε το δάσος! Χάθηκε το δάσος! Χάθηκαν μαζί του τα παραμύθια.
Το πρωί τα παιδιά δυσκολεύτηκαν να πάνε στο σχολείο. Τι άσχημη που ήταν η πόλη! Γκρίζοι τοίχοι από μπετόν, μαραμένα άρρωστα λουλούδια στα μπαλκόνια και παντού μια μυρωδιά που σου έκαιγε τη μύτη. Το θέμα έγινε πρώτη είδηση στην τηλεόραση. Μίλησαν ψυχολόγοι και άλλοι ειδικοί, έγιναν συζητήσεις και συμβούλια. «Κάηκε το δάσος και χάθηκαν τα παραμύθια! Πώς θα μεγαλώσουν τα παιδιά δίχως παραμύθια;»
Στη Νεραϊδοπολιτεία προσπαθούν να βρουν λύση. Τέτοιο γεγονός δεν έχει ξανασυμβεί.
-Το μυστικό της ζωής στη Μάνα Φύση θα το βρεις, είπε η γιαγιά Νεράιδα, που πολλά είχαν δει τα μάτια της.
-Νέα ζωή μόνο από νέα ζωή έχει ελπίδα, είπε ο γέρο-σύντροφός της κι έλαμψαν τα μάτια του από φως, που μόνο η νιότη χαρίζει.
Τα νεραϊδόπουλα κατάλαβαν. Έτρεξαν στη Μεγάλη Πολιτεία. Βρήκαν τα παιδιά. Τρύπωσαν στα ανήσυχα όνειρά τους.
-Νέα ζωή μόνο από νέα ζωή έχει ελπίδα, τους είπαν.
-Πώς; αναρωτήθηκαν τα παιδιά.
-Το μυστικό της ζωής στη Μάνα Φύση θα το βρεις, αποκρίθηκαν.
Είμαστε μαζί σας, πετάχτηκαν από τα ζεστά κρεβάτια τους τα παιδιά. Μαζί θα είναι πιο εύκολο.
Στη μεγάλη πλατεία παιδιά και νεραϊδόπουλα, κουβεντιάζουν.
-Γρήγορα πρέπει να ξαναγεννηθεί το δάσος!
-Η γη κρύβει στην αγκαλιά της πολλά σποράκια και νέα βλαστάρια!
-Θα χρειαστεί να βοηθήσει κι η κόρη της, η βροχή!
-Κι ο ήλιος, με τα ζεστά του χάδια να ξυπνήσει τα σποράκια που έχει φυλαγμένα η Μάνα!
-Κι αν ξανασυμβεί; είπε το αγόρι με το έξυπνο μουτράκι. Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν πώς να προστατεύουν το δάσος. Αν ξέρουν, τότε θα είναι πιο προσεχτικοί.
Συμφώνησαν σε όλα. Καιρός για δουλειά.
Τρέξανε στη Μάνα γη.
-Μάνα, ζεστή αγκαλιά, αρχή και τέλος του παντός, έχεις αυτό που ζητάμε; Το δάσος πρέπει να ξαναγεννηθεί.
-Σας περίμενα. Πάρτε αυτούς τους σβώλους χώμα. Έχει όλους τους σπόρους που χρειάζεστε, πεύκα κι έλατα, μαργαρίτες και χλόη, φτέρες και πικροράδικα. Βρείτε τον άνεμο και ζητήστε του να φυσήξει για να τους σκορπίσει στην καμένη πλαγιά.
Βρήκαν τον Άνεμο ξεχτένιστο, ντυμένο στο χοντρό του παλτό.
-Άνεμε, μπορείς να κάνεις αυτό που ζητάμε; Το δάσος πρέπει να ξαναγεννηθεί
-Σας περίμενα. Χαίρομαι που θα βοηθήσω. Θα φυσήξω τόσο όσο χρειάζεται να σκορπίσουν οι σπόροι στην καμένη πλαγιά. Βρείτε όμως την βροχή και ζητήστε της να βρέξει απαλά για να ποτίσει το χώμα, που θα σκεπάσει τα σποράκια.
Τρέξανε στη βροχή. Κρατούσε τη μεγάλη ομπρέλα της, το ουράνιο τόξο.
-Βροχή, μπορείς να κάνεις αυτό που ζητάμε; Το δάσος πρέπει να ξαναγεννηθεί
-Σας περίμενα. Όταν αντίκρισα την καταστροφή , δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου, έπεσαν μ' ορμή στη γη και κατέστρεψαν ό,τι είχε απομείνει. και τώρα πάλι δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου αλλά δάκρυα χαράς. Θα πέσουν απαλά και θα ποτίσουν το χώμα που κρύβει τα σποράκια, μέχρι να βγει ο ήλιος που θα τα ζεστάνει για να βλαστήσουν. Βρείτε όμως τον ήλιο και ζητήστε του να στείλει τις ηλιαχτίδες του.
Τρέξανε στον Ήλιο. Έπαιζε κυνηγητό με τις κόρες του, τις ηλιαχτίδες.
-Ήλιε, μπορείς να κάνεις αυτό που ζητάμε; Το δάσος πρέπει να ξαναγεννηθεί
-Σας περίμενα. Χωρίς εμένα δεν υπάρχει ζωή αλλά και μόνος μου μόνο μια έρημο μπορώ να φτιάξω. Θα στείλω τις ηλιαχτίδες μου να ζεστάνουν τα σποράκια για να βλαστήσουν. Γρήγορα θα ψηλώσουν, θα πρασινίσουν, θα ανθίσουν, θα καρπίσουν. Βρείτε όμως και τον Άνθρωπο. Αυτός ορίζει την τύχη όλων μας.
-Σας ευχαριστούμε, φώναξαν τα παιδιά.
Ικανοποιημένα από την επιτυχία του πρώτου μέρους του σχεδίου τους, πήραν μια ανάσα και άρχισαν να εφαρμόζουν το δεύτερο μέρος . Οι μικροί νέραϊδοι κι οι μικρές νεράιδες γύρισαν στη Νεραϊδοπολιτεία. Δεν είχαν παρά να κάνουν λίγο υπομονή. Σε λίγο όλα θα ήταν μια άσχημη ανάμνηση.
Τα παιδιά γύρισαν στη Μεγάλη Πολιτεία. Είχαν μια ακόμη αποστολή πολύ σημαντική. Έπρεπε να θυμίσουν στους ανθρώπους, που το είχαν ξεχάσει, ότι η μάνα γη άνοιξε την αγκαλιά της και τους χάρισε πλούσια δώρα για να ζουν και να χαίρονται. Τους πρόσφερε τον καθαρό αέρα, το γόνιμο χώμα, το νερό, τον ήλιο και την βροχή. Και για να μην τελειώσουν ποτέ, τους χάρισε και το πιο σπουδαίο δώρο. Τους χάρισε το δάσος, το εργοστάσιο της φύσης. Το δάσος, που ξεχειλίζει με οξυγόνο τον αέρα, που συγκρατεί το νερό της βροχής και κρατά γόνιμο το χώμα. Το δάσος, όπου φυτρώνουν κάθε λογής φυτά και φωλιάζουν αμέτρητα ζώα. Και τους άφησε να το προσέχουν. Γιατί ο άνθρωπος κι η συμπεριφορά του είναι που ρυθμίζουν τη Ζωή πάνω στη γη. Ο Άνθρωπος που μπορεί να χτίζει ή να καταστρέφει. Το δάσος καίγεται όταν δεν το αγαπάμε, όταν δεν το νοιαζόμαστε και δεν το προσέχουμε. Τι μας ζητάει; Να μην αφήνουμε σκουπίδια. Να μην ανάβουμε φωτιά για οποιοδήποτε λόγο. Να το καθαρίζουμε και να το φυλάμε. Αυτά είπαν τα παιδιά κι ύστερα ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους και κοιμήθηκαν γλυκά, πρώτη φορά μετά την μεγάλη πυρκαγιά.
Νωρίς το πρωί ξύπνησαν από τις πρώτες ηλιαχτίδες , που είχαν αρχίσει κιόλας τη δουλειά. Όνειρο η φύση γύρω. Η μάνα γη απλόχερα βλασταίνει, ανθίζει, καρπίζει κάθε σποράκι που ακουμπά στην αγκαλιά της. Δέντρα λυγερόκορμα, σαν εικοσάχρονα παλικάρια χορεύουν τον πυρρίχιο κι απλώνουν τα κλαδιά τους άλλοτε ψηλά, λες και θέλουν να φτάσουν τον ήλιο κι άλλοτε πάλι τριγύρω για να αγκαλιάσουν τα αδέλφια τους. Στον κορμό τους ζωάκια βρίσκουν προστασία και στα κλαδιά τους πουλιά ξαποσταίνουν τιτιβίζοντας.
Στη Μεγάλη Πολιτεία τα φώτα σβήνουν νωρίς. Κάθε βράδυ τα παιδιά έχουν πια τα αγαπημένα τους παραμύθια. Σ' αυτά συναντούν τους φίλους τους, τα νεραϊδόπουλα, την Κοκκινοσκουφίτσα, τη Χιονάτη, τον Κοντορεβιθούλη και τόσους άλλους.. Μαζί ξεκινούν νέες περιπέτειες για να κάνουν τον κόσμο που ζουν καλύτερο.
Κι οι μεγαλύτεροι; Α! Αυτοί έγιναν πιο προσεκτικοί. Αγαπούν το δάσος, το νοιάζονται και το προσέχουν. Δασοφύλακες το φυλάνε, δασολόγοι φροντίζουν για την υγεία του, δασοπυροσβέστες σβήνουν αμέσως τις φωτιές. Όμως απέκτησαν μια περίεργη συνήθεια. Κάθε βράδυ κάνουν παραμυθένιες σκέψεις, χαμογελούν, τους παίρνει έτσι ο ύπνος και φυσικά ονειρεύονται το δικό τους παραμύθι.