Το μικρό δρακάκι με το ένα μάτι πάει σχολείο

2020-12-29

Ο Σάκης, το μικρό δρακάκι με το ένα μάτι, ξύπνησε και δεν ξύπνησε εκείνο το πρωί. Δεν έκλεισε το μάτι του όλη νύχτα. Ή έτσι νόμιζε. Γιατί θυμάται πολύ καλά ότι είδε ένα όνειρο.

Ήταν, λέει, με τη μαμά του. Φορούσε τα καινούρια του ρούχα, τα καινούρια του παπούτσια και στην πλάτη είχε μία τσάντα. Όλα δώρα της νονάς του. Προχωρούσαν, προχωρούσαν ώσπου έφτασαν σε ένα τεράστιο κτίριο. Η μαμά άνοιξε μία μεγάλη σιδερένια πόρτα και τον έσπρωξε μέσα απαλά. Εκεί ήταν μία ψηλή λεπτή κυρία. Φορούσε ένα σκούρο φουστάνι. Είχε μία μεγάλη μύτη, στα μάτια γυαλιά κι έναν κότσο στα μαλλιά.

-Καλώς τον όμορφο, είπε και γέλασε. Έλα μαζί μου.

Η μαμά άφησε το χέρι του. Γύρισε κι έφυγε. Ο Σάκης ακολούθησε την κυρία. Μπήκαν στο κτίριο. Η κυρία άνοιξε μία πόρτα από τις πολλές που ήταν στη σειρά. Μπήκαν σε ένα δωμάτιο . Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με τραπεζάκια, καρεκλάκια, παιδάκια. Τα παιδάκια σταμάτησαν το παιχνίδι. Τον κοίταξαν κι άρχισαν να γελούν. Έδειχναν το μεγάλο ωραίο του μάτι. Χαμογέλασε. Ήταν περήφανος γι' αυτό. Όλα τα παιδιά είχαν δύο μάτια. Τι παράξενα που ήταν! Πώς μπορούσαν να βλέπουν με δύο μάτια; Σίγουρα θα βλέπανε δύο μαμάδες, δύο μπαμπάδες, δύο ποδήλατα, σκέφτηκε ο Σάκης. Θα είχαν ένα ποδήλατο αλλά θα βλέπανε δύο. Τι καλά! Αν όμως έπεφταν από το ποδήλατο θα βλέπανε δύο γρατζουνιές! Τι τρομάρα! Πόσο πολύ θα κλαίγανε! Θα γέμιζαν δυο κουβάδες δάκρυα! Ο Σάκης συνήθως, όταν έπεφτε, γέμιζε έναν με τα δάκρυά του. Ευτυχώς που έχει ένα μάτι, σκέφτηκε ο Σάκης.

Γιατί όμως τα παιδιά συνέχιζαν να γελούν; Γελούσαν κι έδειχναν το μεγάλο ωραίο του μάτι. Τότε ο Σάκης κατάλαβε. Γελούσαν μ' αυτόν! Αυτός ήταν ο παράξενος. Αυτός με το ένα του μάτι! Ο Σάκης το μικρό δρακάκι έτρεξε προς την πόρτα. Ήταν κλειστή. Φοβήθηκε τόσο πολύ! Ένιωσε κάτι ζεστό να κυλάει ανάμεσα στα πόδια του! Όταν έσκυψε είδε μια λιμνούλα στο πάτωμα. Ξύπνησε φοβισμένος. Μόλις είχε βρέξει τα σεντόνια του. Έβαλε τα κλάματα. Δεν ήθελε να πάει σχολείο!

-Μαμά, φώναξε! Είμαι τόσο άσχημος! Τόσο άσχημος! Ένα μικρό τέρας! Μόνο εσύ μ' αγαπάς! Είμαι τόσο ευτυχισμένος όταν είμαι μαζί σου! Γιατί πρέπει να πάω σχολείο; Εκεί δεν θα μ' αγαπούν. Τα παιδιά δεν θα παίζουν μαζί μου! Θα με κοροϊδεύουν!

Πριν μερικές μέρες είχε έρθει στο σπίτι η νονά του φορτωμένη δώρα. Ο Σάκης, το μικρό δρακάκι, χαρούμενος έτρεξε να ανοίξει τα πακέτα με τα χρωματιστά χαρτιά και τις κορδέλες! Ένας θησαυρός ξεχύθηκε στο δωμάτιό του! Ρούχα, ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, μία κατακόκκινη τσάντα με κασετίνα γεμάτη χρωματιστά μολύβια. Ήταν όλα γι' αυτόν, του είπε η νονά του. Ήταν δώρα για την πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο! Τι στενοχώρια! Δεν τα άγγιξε. Σαν να μην υπήρχαν. Μόνο καμιά φορά, όταν περνούσε από το δωμάτιό του, τα κοίταζε μια στιγμή και έφευγε γρήγορα.

Σήμερα όλα αυτά καθαρά και διπλωμένα τον περίμεναν. Θα πήγαιναν μαζί του στο σχολείο. Ήταν η πρώτη μέρα στο Νηπιαγωγείο για τον Σάκη.

Ο Σάκης έκλαψε πολύ εκείνο το πρωινό . Έχυσε έναν κουβά δάκρυα, μπορεί και δύο. Η μαμά και ο μπαμπάς όμως δεν άλλαξαν γνώμη. Ο Σάκης είχε έρθει ο καιρός να πάει στο Νηπιαγωγείο, αποφάσισαν οι μεγάλοι.

Φόρεσε τα καινούρια του ρούχα, τα καινούρια του παπούτσια και στην πλάτη την κατακόκκινη τσάντα.  Όλα δώρα της νονάς του. Χαιρέτισε τον μπαμπά και τη μικρή του αδελφή, πέρασε και από τον παππού και τη γιαγιά που του ευχήθηκαν καλή σχολική χρονιά. Ήταν όλοι χαρούμενοι γιατί ο Σάκης είχε μεγαλώσει και είχε έρθει ο καιρός να πάει σχολείο. Όλοι χαίρονταν εκτός από τον Σάκη.

Η μαμά τον κρατούσε από το χέρι. Ο Σάκης δεν έκλαιγε πια. Μόνο περπατούσε σκυφτός, σημάδευε και κλοτσούσε κάθε πετραδάκι που συναντούσε κι ύστερα έτρεχε και προλάβαινε να σταματήσει την πέτρα.

Πέρασαν πολλά κτίρια μικρά και μεγάλα, πήδηξε πολλές λακκούβες, μέτρησε πολλά πλακάκια, μπλόκαρε έξι επτά γκολ ώσπου έφτασαν στο σχολείο. Η μαμά σταμάτησε. Σταμάτησε κι ο Σάκης. Έσφιξε το χέρι της. Σήκωσε σιγά σιγά το κεφάλι του. Για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα έλαμψε το ματάκι του. Από χαρά. Μπροστά του στεκόταν το σχολείο του με όλα τα χρώματα, που ήξερε ο Σάκης, πάνω του. Η μαμά άνοιξε μία μεγάλη σιδερένια πόρτα και πέρασαν στην αυλή. Ήταν γεμάτη καταπράσινα δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια. Στη μια άκρη της καμάρωνε μια παιδική χαρά. Εκεί τους περίμενε μία ψηλή λεπτή κυρία. Φορούσε ένα χρωματιστό φουστάνι. Είχε ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο, στα μάτια γυαλιά κι έναν κότσο στα μαλλιά.

-Καλώς τον όμορφο, είπε και χαμογέλασε. Ελάτε μαζί μου. Ελάτε κι εσείς κυρία Δρακάκη να δείτε το σχολείο μας. Ο Σάκης δεν έσφιγγε πια το χέρι της μαμάς με όλη του τη δύναμη. Δεν το άφησε όμως. Ακολούθησαν την κυρία. Μπήκαν στο κτίριο. Ήταν σαν να κάνανε τσουλήθρα μέσα σε ένα ουράνιο τόξο. Γαλάζιοι τοίχοι με ζωγραφιές, πολύχρωμες πόρτες, ξύλινες κατασκευές, λουλούδια!. Η κυρία άνοιξε μία κίτρινη πόρτα. Ο Σάκης άφησε πια το χέρι της μαμάς. Γεμάτος περιέργεια κοίταξε μέσα. Στο φωτεινό δωμάτιο πολλά παιδιά έπαιζαν. Σταμάτησαν το παιχνίδι. Τον κοίταξαν, τον χαιρέτισαν κι έτρεξαν να τον υποδεχτούν. Τι ωραία δύο μάτια που έχουν, σκέφτηκε ο Σάκης. Αλλά τι παράξενα του φαίνονταν!

-Σάκη, να σου γνωρίσω τους καινούριους σου φίλους, είπε η κυρία. Μερικοί από αυτούς ήταν στο σχολείο μας και την προηγούμενη χρονιά, στα μικρά νήπια!

Αυτός είναι ο Δάκης, το μικρό πράσινο κροκοδειλάκι, είπε η κυρία. Ο Δάκης έχει μια δυνατή ουρά που τον βοηθά να βάζει γκολ. Είναι ο επιθετικός στην ομάδα μας.

Αυτή είναι η Λούλα, η μικρή καμήλα. Η Λούλα είναι πολύ υπομονετική. Ακούει με προσοχή όλα τα παιδιά και δίνει δίκαιη λύση όταν μαλώσουν.

Αυτή είναι η Νόνη, το μικρό αηδόνι μας. Η Νόνη είναι μικρούλα αλλά τραγουδάει υπέροχα.

Τη Νόνη συνοδεύει με τη μουσική του ο Τζίο, το μικρό τζιτζίκι. Είναι λίγο ντροπαλός. Δεν του αρέσει να φαίνεται πολύ πολύ.

Ο Άκης το μικρό γαϊδουράκι, λέει ωραία ανέκδοτα και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια. Πρώτος αυτός γελάει τόσο δυνατά που ξεσηκώνει τη γειτονιά.

Η Τούλα, η μικρή κοτούλα, έχει δύο πόδια και χορεύει σαν μπαλαρίνα.

Ο Λέων,  το μικρό σκυλάκι, ξέρει ότι δεν τραγουδάει καλά είναι, όμως, ο πιο πιστός φίλος.

Ο Σάκης δεν μπορούσε να περιμένει άλλο.

-Εγώ είμαι ο Σάκης, το μικρό δρακάκι με το ένα μάτι, φώναξε δυνατά κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Επειδή έχω ένα υπέροχο μάτι δεν βλέπω δύο μαμάδες, δύο μπαμπάδες, δύο ποδήλατα. Κι όταν πέφτω από το ποδήλατο δεν βλέπω δύο γρατζουνιές. Κι όταν κλαίω γεμίζω μόνον έναν κουβά με τα δάκρυά μου. Συνήθως. Είμαι πολύ καλός τερματοφύλακας γιατί βλέπω μία μπάλα να έρχεται στο τέρμα μου!

Ο Δάκης, η Λούλα, η Νόνη, ο Τζίο, ο Άκης, η Τούλα, ο Λέων και τα άλλα παιδιά που δεν πρόλαβε η δασκάλα να συστήσει, τον υποδέχτηκαν με ξεφωνητά. Χρειάζονταν πολύ ένα μικρό δρακάκι με ένα μάτι για φίλο και τερματοφύλακα στην ομάδα τους.

Ο Σάκης χαιρέτισε τη μαμά του και κάθισε στην παρέα των καινούριων του φίλων. Είχαν τόσα πολλά να κάνουν. Θα τους έφτανε ο χρόνος άραγε; σκέφτηκε ο Σάκης. Πρώτα όμως έπρεπε να μάθει.

-Εσύ, όταν πέφτεις από το ποδήλατο, πόσες γρατζουνιές βλέπεις; Όταν κλαις, πόσους κουβάδες δάκρυα γεμίζεις; ρώτησε τον φίλο του τον Δάκη!